πρόσβασιν

πρόσβασιν
πρόσβασις
means of approach
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek

  • πρόσβαση — η / πρόσβασις, άσεως, ΝΜΑ [προσβαίνω] το μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου νεοελλ. 1. το να πλησιάζει κανείς κάπου, προσέγγιση, πλησίασμα 2. δίοδος, οδός, πέρασμα («η αστυνομία απέκλεισε όλες τις προσβάσεις προς το αεροδρόμιο»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”